- ὀλαί
- ὀλήfem nom/voc plοὐλαίbarley-cornsfem nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολαί — ὀλαί, αἱ (Α) (αττ. τ.) βλ. οὐλαί … Dictionary of Greek
.ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλαι — ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολαιμεύς — ὀλαιμεύς, ο (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰς ὀλὰς βάλλων». [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀλαί / οὐλαί* οδήγησε μερικούς στην παρακινδυνευμένη διόρθωσή του σε ὀλαι < χο> εύς] … Dictionary of Greek
ολαγμεύειν — ὀλαγμεύειν (Α) (κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τής λ. με το ὀλαί / οὐλαί] … Dictionary of Greek
ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οληφόρος — ὀληφόρος, ἡ (Α) η γυναίκα που κρατούσε τας οὐλάς, δηλ. το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπαλιζόταν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλαι / οὐλαί + φόρος*] … Dictionary of Greek
οπυιόλαι — ὀπυιόλαι και ὀπυόλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γεγαμηκότες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα όλαι, πληθ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλης] … Dictionary of Greek
ουλαί — οὐλαί, αττ. ὀλαί, αἱ (Α) χονδροκομμένο, χονδραλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία («ἑτέρη δ ἔχεν οὐλὰς ἐν κανέῳ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., άγνωστης ετυμολ., που αναφέρεται σε κάποιο αγροτικό έθιμο.… … Dictionary of Greek